ἀνιόντων

ἀνιόντων
ἄνειμι
go up
pres imperat act 3rd pl
ἄνειμι
go up
pres part act masc/neut gen pl
ἀ̱νιόντων , ἀνέω
pres part act masc/neut gen pl (doric)
ἀ̱νιόντων , ἀνέω
pres imperat act 3rd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατιόντες — (Νομ.). Οι συγγενείς εξ αίματος από την ευθεία γραμμή προς τα κάτω (παιδιά, εγγόνια κλπ.). Για τους κ. υπάρχουν οι αντίστοιχες με τους ανιόντες νομικές σχέσεις. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις, όπως οι δωρεές προς αυτούς,… …   Dictionary of Greek

  • ιοντοανταλλακτικές ρητίνες — Φυσικοί ή συνθετικοί πολυμερείς ιοντοανταλλάκτες. Οι ι.ρ. διακρίνονται σε κατιοντοανταλλακτικές ρητίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απομόνωση και τον διαχωρισμό κατιόντων, γι’ αυτό περιέχουν αρνητικά φορτισμένες ομάδες (π.χ. καρβοξυλικές… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • αναπλοκή — η (Α ἀναπλοκή) [ἀναπλέκω] 1. πλοκή, πλέξιμο 2. (στη Μουσ.) συνδυασμός, αλληλουχία ανιόντων τόνων στη μουσική κλίμακα …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • μονόξινος — η, ο χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει α) τις βάσεις που ένα μολ τους σε υδατικό διάλυμα αποδίδει ένα μολ ανιόντων υδροξυλίου, και β) τα όξινα άλατα τα οποία περιέχουν στον χημικό τους τύπο ένα μόνο άτομο υδρογόνου… …   Dictionary of Greek

  • νιτρόν — το χημ. αζωτούχα οργανική ένωση με πολύπλοκη σύνταξη, η οποία χρησιμοποιείται για την έρευνα και τον ποσοτικό προσδιορισμό τών νιτρικών και τών υπερχλωρικών ανιόντων καθώς και τών ιόντων τού ρηνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitrone… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”